μπάρμπας

μπάρμπας
ο
1) дядя; 2) дядя, дяденька, папаша (в обращении к старшему);

§ έίχειμπάρμπα στην κορώνη — у него большие связи;

δώσε μου και μένα μπάρμπα! — каждый хватал, брали нарасхват (о товаре)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μπάρμπας" в других словарях:

  • μπάρμπας — ο (Μ μπάρμπας και μπάρπας και πάρπας) αδελφός τής μητέρας ή τού πατέρα, θείος («πήγα στη θεία μου για ψωμί, στο μπάρμπα για παπούτσια, η θεία μου μ είδε κι έκλεισε, ο μπάρμπας μ αμπαρώνει», δημ. τραγούδι) νεοελλ. 1. προσηγορικό κατά την… …   Dictionary of Greek

  • μπάρμπας — ο (λ. ιταλ.) 1. ο θείος. 2. ηλικιωμένο πρόσωπο. 3. ως προσφώνηση ηλικιωμένου προσώπου, μπαρμπα , άτονο, με ενωτικό: Όλοι λυπηθήκαμε για το θάνατο του μπαρμπα Γιάννη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Grec Moderne — Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre méridionale, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région …   Wikipédia en Français

  • Grec moderne — Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région …   Wikipédia en Français

  • Romaïque — Grec moderne Pour les articles homonymes, voir Grec. Grec moderne Νεοελληνική Parlée en Grèce, Chypre méridionale, Albanie, Italie, Turquie et divers autres pays Région …   Wikipédia en Français

  • αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αφεντάκης — ο 1. πατερούλης 2. γέρος, μπάρμπας 3. σύζυγος 4. πεθερός 5. παπάς …   Dictionary of Greek

  • μπαρμπούλης — ο [μπάρμπας] (με θωπευτική σημ.) αγαπημένος θείος …   Dictionary of Greek

  • παραστέκω — και παραστέκομαι (ενεργ. και μέσ.) 1. στέκομαι κοντά σε κάποιον για να τόν υπερασπίζω ή ως ακόλουθός του, είμαι παραστάτης κάποιου («τον Άριστον ο μπάρμπας δεν αφήνει / άλλον να τού παρασταθεί», Ερωτόκρ.) 2. συντρέχω, βοηθώ, παρέχω συνδρομή σε… …   Dictionary of Greek

  • Παναχαϊκό — Βουνό της βορειοδυτικής Πελοποννήσου στον νομό Αχαΐας. Έχει υψηλότερη κορυφή τον Βοϊδά (υψόμ. 1.926 μ.) και δεσπόζει στα A της Πάτρας. Πρόκειται για γυμνό κυρίως βουνό, που το αυλακώνουν βαθιές χαράδρες κοίτες και κοιλάδες από διάφορους ποταμούς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»